Είναι γνωστή η ιστορία του Τιτανικού, του οποίου η ορχήστρα
συνέχιζε να παίζει μουσική ακόμα και την στιγμή της βύθισης. Αν και η
συγκεκριμένη αφήγηση προφανώς είναι ένας μύθος, ωστόσο για τους μουσικούς του
πλοίου οι ελπίδες ήταν ούτως ή άλλως χαμένες κι έτσι είτε το να παίζουν μουσική
είτε το να τρέχουν πανικόβλητοι δεν θα είχε μεγάλη διαφορά. Ίσως με αυτό το
σκεπτικό να αντιμετωπίζουν και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Θεσσαλονίκης το
ζήτημα της επένδυσης του χρυσού στην Χαλκιδική. Ίσως, αν θέλουμε να σκεφτούμε
με τον πιο καλοπροαίρετο τρόπο, να θεωρούν ότι η κατάσταση είναι χαμένη κι άρα
το να βγάλουν μερικά χρήματα παραπάνω από αυτό το θέμα μόνο καλό μπορεί να
κάνει. Την στιγμή που η Β. Ελλάδα είναι το θύμα του πιο βίαιου οικονομικού
παιχνιδιού των κυβερνήσεων των μνημονίων και της καταστροφής, οι μισοί ή και
περισσότεροι ραδιοφωνικοί σταθμοί στην Θεσσαλονίκη αποφάσισαν να δεχτούν την
μεγάλη χορηγία της εταιρείας Hellas Gold
και να δράσουν ακριβώς όπως η ορχήστρα του Τιτανικού: να μας παίζουν μουσική
μέχρι το τέλος.
Από την άλλη βέβαια, θα ήταν αρκετά αφελές να μείνουμε μόνο
σε αυτή την καλοπροαίρετη παρατήρηση. Όταν καθημερινά δεχόμαστε την απόλυτη
προπαγάνδα από όλα τα ΜΜΕ, γιατί να μην περιμένουμε κάτι αντίστοιχο να συμβεί
και μέσω του ραδιοφώνου; Το γεγονός ότι το μέσο αυτό κατά βάση υποτιμάται από
την άρχουσα τάξη λόγω της μικρής του επιρροής στην πλειοψηφία του πληθυσμού δεν
σημαίνει ότι δεν θα το χρησιμοποιήσει όταν αρχίζει να τα βρίσκει δύσκολα. Είναι
άλλωστε γνωστό ότι και το ραδιόφωνο λειτουργεί ως επιχείρηση και μάλιστα με
όρους αντίστοιχους της τηλεόρασης, δηλαδή με ένα ολιγοπώλειο μερικών ισχυρών
της τοπικής οικονομίας, οι οποίοι οποιαδήποτε στιγμή μπορούν να παίξουν το
παιχνίδι των συναδέλφων τους πολυεκατομμυριούχων και να συμβάλλουν στην φίμωση
κάθε είδησης που δεν είναι προς το συμφέρον τους. Μια
φίμωση της οποίας θύματα είναι πολλές φορές και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι, οι
οποίοι αναγκάζονται, με τον φόβο της απόλυσης φυσικά, να μην μπορούν να πουν
ελεύθερα την άποψή τους πάνω στο ζήτημα.
Δύο είναι λοιπόν τα κύρια συμπεράσματα τα οποία πρέπει να
εξαχθούν από αυτή την τροπή του πολέμου μεταξύ της πλειοψηφίας του λαού και των
καταπιεστών μας. Το πρώτο είναι ότι οποιαδήποτε δικαιολογία, η οποία προτάσσει
το α-πολιτικό των ραδιοφωνικών παραγωγών και την εμμονή τους στον τομέα της
διασκέδασης είναι πολιτική επιλογή. Σε μια χώρα που βουλιάζει για να μπορούν
λίγοι να πλουτίσουν εύκολα είναι δεδομένο ότι αυτοί οι λίγοι επιλέγουν την μη
ανάδειξη των όποιων θεμάτων δεν τους συμφέρουν, ώστε να μπορούν να τα
προωθήσουν ευκολότερα. Αν δεν είναι πολιτική επιλογή, τότε γιατί δεν φροντίζουν
να σώσουν ταυτόχρονα με τις «ουδέτερες διαφημίσεις» τις συνειδήσεις και τις
ζωές των εκατομμυρίων κατοίκων μιλώντας για την τεράστια καταστροφή και το
πελώριο σκάνδαλο; Το να δικαιολογείται η συγκάλυψη εγκλημάτων με γνώμονα το
κέρδος είναι μια ξεκάθαρη υιοθέτηση μιας πρακτικής του αστικού πολιτισμού, του
καπιταλισμού και του τρόπου με τον οποίο αναπτύχθηκε, είναι εξόφθαλμη επιλογή
πλευράς και άρα οι ραδιοφωνικοί σταθμοί που την πραγματοποιούν πρέπει να μας
βρουν απέναντί τους.
Κι εδώ έρχεται το δεύτερο σημαντικό συμπέρασμα. Η
επιστράτευση και αυτού του μέσου υποστήριξης της επένδυσης δείχνει τον τρόμο
της κυβέρνησης και της εταιρείας απέναντι στο θέμα που έχει ανοίξει και στην λαϊκή
οργή που έχει ξεσηκώσει. Είναι ένα βήμα υποχώρησης από την πλευρά τους το οποίο
πρέπει να εκμεταλλευτούμε με κάθε τρόπο. Εμείς δεν έχουμε σκοπό να τρέξουμε
στις σωστικές βάρκες τους και να τους αφήνουμε να μας αποπροσανατολίζουν με τις
μουσικές τους. Θα πάρουμε τα όργανά τους, θα πάρουμε και το τιμόνι και θα
βγάλουμε αυτό το πλοίο από την ρότα στην οποία το έχουν βάλει. Ας μποϊκοτάρουμε τους σταθμούς αυτούς κι ας διαμαρτυρηθούμε
με κάθε τρόπο, ακόμα και με παρεμβάσεις στις εκπομπές, ώστε να σταματήσει άμεσα
η υποστήριξη στην επένδυση. Ο τόπος ανήκει στους κατοίκους του και
είμαστε όλοι εδώ να παίξουμε τον ρόλο της ορχήστρας που θα σαλπίσει το
εμβατήριο για την νίκη ενάντια στην επένδυση, ενάντια στην εκμετάλλευση,
ενάντια στην καταστροφή.
Αγωνιστικά δίπλα σας, Χάρι Χάλερ