Αφορμή για το κείμενο που διαβάζεις είναι τα τελευταία πρόσφατα γεγονότα με την αποδοχή διαφημιστικών χορηγιών από διαφόρους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Θεσσαλονίκης και οι αναμενόμενες αντιδράσεις των ακροατών τους στο άκουσμα της προπαγάνδισης ουσιαστικά των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του Μπόμπολα. Το ζήτημα αυτό έχει δύο προεκτάσεις, την γνωστή σε όσους ασχολούνται με το θέμα των Σκουριών, την αντιμετώπιση δηλαδή των κατοίκων, των τοπικών φορέων και του επιστημονικού κόσμου από τα λεγόμενα συστημικά ΜΜΕ. Λίγο πολύ σε όλους είναι γνωστή η τακτική αποσιώπησης μέχρι ενός σημείου η οποία πλέον έχει αντικατασταθεί από στοχευμένη επίθεση κατά των όσων αντιτίθενται στην εξόρυξη και το ‘’χρέωμα’’ κατηγοριών για παραβατικές συμπεριφορές γύρω από το μεταλλείο της Eldorado – σε άμεση συνάρτηση με την προκλητική απόκρυψη της βιαιότητας που παράτυπα ασκεί η Αστυνομία προστατεύοντας νυχθημερόν το εργοτάξιο και στοχοποιώντας κατοίκους της περιοχής.
Η δεύτερη βασική πτυχή είναι η προβολή του θέματος στα ΜΜΕ της Θεσσαλονίκης. Τα ΜΜΕ της πόλης λοιπόν, τα χτυπημένα από την κρίση, τα προσανατολισμένα κυρίως σε τοπικού ενδιαφέροντος θέματα, επί 6 μήνες σιωπούσαν για το θέμα. Επειδή το τσουβάλιασμα είναι τελείως άδικο, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, αλλά βλέποντας τον κυρίαρχο Τύπο της πόλης, τα ραδιόφωνα, τα τοπικά κανάλια και τις ιστοσελίδες ενημερωτικού περιεχομένου που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια να σιωπούν, ένοιωθες μια απορία: Γιατί τόση μούγγα ρε παιδιά;
Το ερώτημα απαντήθηκε όταν άρχισαν να εμφανίζονται τα κίτρινα μπάνερ της Ελληνικός Χρυσός με τα χαμογελαστά πρόσωπα των εργαζομένων σε αυτήν. Η διαφημιστική αυτή καταιγίδα σε αρκετές ιστοσελίδες της Θες/νίκης καθώς και σε εφημερίδα free press συνδυάστηκε με την εμφάνιση ειδήσεων για το τι γίνεται στον Κάκκαβο, ειδήσεων πάντα προσανατολισμένων σε έναν ουδέτερο τρόπο ενημέρωσης, ο οποίος κατέληγε να είναι σαφέστατη προβολή των όσων ήθελε η εταιρεία να επικοινωνηθούν στην κοινή γνώμη της πόλης. Το πράγμα έγινε ακόμα πιο απροκάλυπτα φτηνό με την δημοσιοποίηση φωτογραφιών από την περίφημη <<επίθεση>> στο εργοτάξιο, τις ζημιές που προκάλεσαν οι <<αναρχικοί>>, οι <<τρομοκράτες>> της Χαλκιδικής και συνεχίστηκε με την επικοινωνιακή επίθεση των εργαζομένων στα μεταλλεία και το ψευτοδίλημμα περί χρυσού ή ανεργείας- σωστή πρακτική για το κοινό μιας πόλης που η ανεργία χτυπάει κόκκινο-. Για την διαφημιστική στόχευση του Μπόμπολα στις ιστοσελίδες δεν χρειάζεται να πούμε κάτι περισσότερο, το όλο θέμα τελειώνει όταν διαβάζει ο πολίτης-επισκέπτης της ιστοσελίδας νέα για τις Σκουριές και από πάνω υπάρχει banner της εταιρείας.
Συνδέοντας τα όσα γράφτηκαν ως τώρα με το θέμα των ραδιοφώνων, ας θυμηθούμε την ρήση του Umberto Eco : << Σε μια αληθινά πολιτισμένη χώρα δε φτάνει να διαβάζουν οι πολίτες εφημερίδα, πρέπει να διαβάζουν τουλάχιστον δύο εφημερίδες>>. Εύκολο θα πει κάποιος. Δεν είναι έτσι όμως, γιατί η ενημέρωση στην χώρα και κατ’ επέκταση και στην Θεσσαλονίκη, ελέγχεται από τα ολιγοπώλια επιχειρηματιών οι οποίοι έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους σε παραδοσιακό Τύπο, ηλεκτρονική δημοσιογραφία και διαδικτυακή εσχάτως. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και ο εθνικός εργολάβος, μέτοχος της Ελληνικός Χρυσός και βαρώνος των media, έχοντας στην κατοχή του το Mega, το Έθνος και άλλα μέσα ενημέρωσης. Παράλληλα με όλη αυτή την κατάσταση, ας κάνουμε ένα flashback στο μακρινό 1989, όπου άρχισαν να λειτουργούν πολλοί ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί (Ν. 1730/1987) χωρίς ωστόσο μόνιμη διοικητική άδεια, υπό προσωρινό καθεστώς και στο όνομα της ελευθεροτυπίας και της άσκησης του δικαιώματος του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι από τους πολίτες προς τους πολίτες για τους πολίτες υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που βεβαίως θέτει το Σύνταγμα. Όλο αυτό φυσικά εξελίχθηκε σε μέγιστο φιάσκο σε Αθήνα και (ειδικότερα) Θεσσαλονίκη και οι συχνότητες κατέληγαν σωρηδόν σε επιχειρηματίες, οι οποίοι μάζευαν 4-5 συχνότητες υπό την ιδιοκτησία τους ορίζοντας ουσιαστικά την ενημέρωση των πολιτών και τα μουσικά πράγματα της πόλης.
Οι κύριοι αυτοί λοιπόν και ορισμένοι διάδοχοί τους ορίζουν τα πράγματα στον αέρα της πόλης ΠΑΡΑΤΥΠΩΣ ακόμα και σήμερα, κατέχοντας δημόσιο χώρο χωρίς καμία άδεια, έχοντας παραβεί ακόμα και αυτό το φιλελεύθερο πλαίσιο ανταγωνιστικότητας που ορίζει ότι τα FM δεν γίνεται να αποτελούν ολιγοπώλιο. Και όμως γίνεται, εδώ και 24 χρόνια. Είναι οι ίδιοι τύποι που πιστολιάζουν μισθούς 10 και 12 μηνών δημοσιογράφων, ραδιοφωνικών παραγωγών και τεχνικών και τα ρίχνουν όλα στην κρίση, οι ίδιοι που τώρα δέχονται τις διαφημίσεις του Μπόμπολα στα ραδιόφωνα τους, και θέτουν πάλι το ίδιο αισχρό δίλημμα στους ακροατές και σε όσους εργαζομένους πιθανόν αντιδρούν σε αυτήν την πρακτική: Αλλιώς σταθμός γιοκ ή αλλιώς λεφτά γιοκ. Συνδυαζόμενα όλα αυτά με την άκρατη εμπορευματοποίηση της ενημέρωσης και της διασκέδασης-ψυχαγωγίας στον αέρα της πόλης, κατέχουν υπό καθεστώς ομηρίας και τις δύο αυτές εκφάνσεις της κοινωνικότητας του ανθρώπου, αναγκάζοντας τους μεν δημοσιογράφους να λειτουργούν ως γραφεία τύπου της εταιρείας και ως απλοί διαβιβαστές ανακοινώσεων της Ελ. Χρυσός και τους δε ραδιοφωνικούς παραγωγούς να σιωπούν και να διστάζουν να πάρουν γνώμη- όποια και αν είναι αυτή- μπροστά στις έντονες διαμαρτυρίες των ακροατών, υιοθετώντας μια απολιτική στάση, που στην ουσία λειτουργεί υπέρ της προβολής των θέσεων της εταιρείας (επί του θέματος τα ανέλυσε καλύτερα ο Χάρι Χαλερ σε προηγούμενο κείμενο).
Τα ΜΜΕ της πόλης έχουν ξεκάθαρα αδικήσει και υπονομεύσει τον αγώνα για την γη και την ελευθερία, ωστόσο τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Ένα σύστημα αλληλοδιαπλεκομένων και αλληλοεξαρτώμενων συμφερόντων προκαλεί όλη αυτή τη συσκότιση αρχικά και μεροληπτική πλέον στάση στο θέμα των Σκουριών. Ειδικά όταν στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκεται ο mr. ΑΚΤΩΡ, ο mr. ΠΗΓΑΣΟΣ, o mr. Ελληνικός Χρυσός. Ο εχθρός μοιάζει ανίκητος και τα πλοκάμια του συστήματος είναι βαθειά, η φάση όμως μπορεί να γυρίσει. Ένα ενωμένο λαϊκό κίνημα που δεν θα χρειάζεται να είναι από την Ιερισσό ή την Μεγάλη Παναγία για να βροντοφωνάξει κατά της εξόρυξης, που δεν θα χρειάζεται ώρες μπροστά από την τηλεόραση ή πάνω από το ραδιόφωνο για να απαιτήσει αδέσμευτη ενημέρωση και άμεση απελευθέρωση του ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού δημόσιου χώρου από τους ολιγάρχες που τον έχουν καταλάβει, είναι το πρώτο τεράστιο βήμα που χρειάζεται. Ως τότε βλέπουμε.