Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Η μικροπολιτική ως τροχοπέδη στην ολοκλήρωση μιας ριζοσπαστικής πολιτικής δράσης

 Κάθε αγώνας που στρέφεται, άμεσα ή έμμεσα, ενάντια στις επιταγές του κυρίαρχου συστήματος είναι αγώνας πολιτικός. Ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους γίνεται αρχικά (περιβαλλοντικούς, εθνικούς, συνδικαλιστικούς κτλ.) όλοι οι αγώνες που τολμούν να αντιταχθούν, ιδεολογικά και πρακτικά στην καθεστηκυία τάξη, είναι αγώνες με πολιτικά χαρακτηριστικά, πολιτικές διεκδικήσεις και φυσικά διαμορφώνουν οι ίδιοι τους δικούς τους πολιτικούς όρους. Τα κόμματα, ως οι κύριοι φορείς πολιτικής συσπείρωσης στις σύγχρονες κοινωνίες, έχουν σαφώς έναν ρόλο σε μια τέτοια κατάσταση.
 Ποιος όμως είναι αυτός ο ρόλος για ένα πολιτικό κόμμα σε μια κατάσταση απότομης πολιτικής συνειδητοποίησης, όπως αυτή που λαμβάνει χώρα στην Χαλκιδική εξαιτίας της μεταλλευτικής επένδυσης; Θα ήταν απλοποίηση να εξετάσουμε αυτόν τον ρόλο με τον χαρακτήρα «καλού-κακού», «άσπρου- μαύρου», «υπέρ- κατά». Είναι βέβαια σαφές ότι πάντοτε θα υπάρχουν πολιτικοί σχηματισμοί και πολιτικά πρόσωπα που θα βρίσκονται σε σύμπλευση ή σε διαφωνία με τον εκάστοτε πολιτικό αγώνα και επομένως αντικειμενικά η θέση τους σε αυτόν θα προσδιορίζεται ως έναν βαθμό από μια τέτοια αρχική στάση. Καθώς όμως ο πραγματικός ρόλος ενός πολιτικού κόμματος έγκειται στην αλληλεπίδρασή του με τον κόσμο στον οποίο απευθύνεται και όχι από τις δράσεις που το ίδιο αναλαμβάνει αποκλειστικά με βάση τις πεποιθήσεις και τις επιδιώξεις του, μια συζήτηση στην λογική του υπέρ ή κατά θα λειτουργούσε αποπροσανατολιστικά.



 Είναι δεδομένο ότι πέρα από την γενική στάση που κάποιος κρατάει απέναντι σε ένα ζήτημα, ο τομέας της τακτικής του διαχείρισης έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Αυτή η βαρύτητα δεν έχει να κάνει μόνο στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η κάθε συγκεκριμένη κατάσταση ενός συγκεκριμένου αγώνα, αλλά και το ποιες τάσεις στρατηγικού ενδιαφέροντος αναδεικνύονται μέσα από αυτές τις τακτικές κινήσεις. Η τακτική βέβαια πολλές φορές μπορεί και πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με την στρατηγική, ωστόσο οι συνεχιζόμενες και κραυγαλέες αντιφάσεις μεταξύ τους συχνά αποδεικνύουν την πλαστότητα του διακηρυγμένου στρατηγικού στόχου και ακόμα περισσότερα την αλήθεια που κρύβεται πίσω από αυτήν. Το πρόβλημα σχετίζεται συνήθως με μια κοντόφθαλμη μικροπολιτική, η οποία αρκείται στο να χρησιμοποιεί μια οποιαδήποτε πολιτική κατάσταση όχι προς όφελος των ίδιων των δρώντων υποκειμένων, αλλά προς όφελος του κόμματος που δρα ως ταυτιζόμενο μαζί τους. Αυτό το συχνό πολιτικό φαινόμενο έχει σαφώς να κάνει με μια παρωχημένη πολιτική αντίληψη, βασισμένη σε μια αλλοτριωμένη πολιτική κουλτούρα οικοδομημένη μέσα στα διάφορα εκμεταλλευτικά συστήματα (με αποκορύφωμα τον καπιταλισμό), η οποία προτάσσει τους βραχυπρόθεσμους κομματικούς στόχους σε βάρος των ουσιαστικών μακροσκοπικών πολιτικών κερδών. Στην πράξη αυτό το οποίο κάνει είναι να βάζει στην άκρη τις επιθυμίες και τις ανάγκες των αγωνιζόμενων και να προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τις δράσεις τους για να προβάλει ένα πολιτικό προσωπείο σμιλεμένο από αυτές.
 Συγκεκριμένα στην Χαλκιδική μπορούν να εντοπιστούν δύο κυρίαρχες τάσεις αυτού του είδους: μία κυβερνητική και άρα «κατά» και μία αντιπολιτευτική και άρα «υπέρ» του αγώνα. Στην πραγματικότητα αυτού του είδους η μικροπολιτική μπορεί να εντοπιστεί και στις δύο. Η αντιτιθέμενη άποψη, αυτή της κυβέρνησης, προβάλλει ως στόχο την επιθυμία να συνεχιστεί η επένδυση των μεταλλείων – παρά τα όποια αρνητικά – διότι σύντομα θα βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των ντόπιων αλλά και ολόκληρης της χώρας. Ο πρώτος πραγματικός βέβαια στόχος, τον οποίο δεν φροντίζει να κρύψει ιδιαίτερα, παρά μόνο να τον συγκαλύπτει κυρίως μέσω της συκοφαντίας των ΜΜΕ, είναι η πάση θυσία προώθηση των συμφερόντων της Eldorado και του Μπόμπολα. Ο κύριος όμως στόχος, πλήρως συγκαλυμμένος, είναι η προβολή μιας σκληρής συντηρητικής ιδεολογίας, η οποία να αναδεικνύει ευθαρσώς το μήνυμα «νόμος και τάξη», προσελκύοντας έτσι ψηφοφόρους από τον χώρο της παραδοσιακής δεξιάς και της «συνειδητοποιημένης» ακροδεξιάς, που δεν καλύπτεται από τα καραγκιοζιλίκια της Χρυσής Αυγής. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα την δημιουργία ενός στρώματος μόνιμων υποστηρικτών της κυβερνητικής παράταξης, την διαμόρφωση ενός συντηρητικού κυρίαρχου ιδεολογικού μπλοκ με τάσεις ηγεμόνευσης στην ελληνική πολιτική και πολύ περισσότερο την αξιοποίηση αυτού του μπλοκ για να προωθηθεί με κάθε τρόπο (ακόμα και με σκληρά αντιδημοκρατικό) η νεοφιλελεύθερη πολιτική που θα επιτρέπει σε κάθε Μπόμπολα και σε κάθε Eldorado να πραγματοποιήσουν τα πιο κρυφά εκμεταλλευτικά τους όνειρα ενάντια στους εργαζόμενους αυτής της χώρας.
Από την άλλη, η αξιωματική αντιπολίτευση εμφανίζεται ως μια παραδοσιακή αριστερή προοδευτική δύναμη, που φροντίζει για το συμφέρον του λαού και όχι του κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα βέβαια δύσκολα μπορεί να αποκρύψει τα δικά της συμφέροντα πίσω από αυτή την στήριξή της, τα οποία έχουν σαφώς να κάνουν με ψηφοθηρικούς λόγους και την επιθυμία για την ανάληψη της διακυβέρνησης. Αυτό όμως από μόνο του δεν είναι απαραίτητα αρνητικό, επομένως και πάλι δεν γίνεται προσπάθεια απόκρυψής του. Αυτό που διαφαίνεται όμως από την «αγωνιστική» στήριξη του αγώνα της Χαλκιδικής είναι το γεγονός ότι η αντιπολίτευση επιχειρεί με κάθε τρόπο να αποτινάξει από πάνω της την ρετσινιά της δεξιάς στροφής και της ενσωμάτωσης στο άρχον σύστημα, την οποία βέβαια διαρκώς αποδεικνύει (με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την στάση της για την απεργία των εκπαιδευτικών και τις πρόσφατες δηλώσεις του στον ΣΕΒ υπέρ των επενδύσεων), μέσω της προβολής ενός ριζοσπαστικού προφίλ σε μία ιδιαίτερη και οξυμένη περίπτωση. Χρησιμοποιεί δηλαδή τον αγώνα στην Χαλκιδική ως το τελευταίο της «επαναστατικό» οχυρό, ως την μοναδική εναπομείνασα δικαιολογία, ότι συνεχίζει να υπερασπίζεται όσα ισχυριζόταν πριν την καθιέρωσή της ως δύναμη στην ελληνική πολιτική σκηνή.
 Χωρίς εδώ να είμαστε στην θέση να αναλύσουμε σε βάθος τις δύο αυτές πολιτικές τάσεις, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τόσο η ΝΔ (και σε κάποιον μικρότερο βαθμό ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ), όσο και το ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύονται τον ηρωικό αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής, για να προωθήσουν συγκεκριμένους πολιτικούς στρατηγικούς στόχους, που και στις δύο περιπτώσεις (στην μία ξεκάθαρα και στην άλλη υπόγεια) στρέφονται ουσιαστικά ενάντια σε αυτόν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο αγώνας βρίσκεται σε αδιέξοδο.  Ο λαός μπορεί και πρέπει να φτιάξει τις δικές του δομές, έξω από την συστημική λογική, την οποία υπηρετούν οι παραδοσιακές πολιτικές ελίτ της χώρας και να προωθήσει τα συμφέροντά του σε πολιτικές προτάσεις που έχουν ως στόχο να προσφέρουν αλλά και να δεχτούν πολιτικές αντιλήψεις, στην βάση της συνδιαμόρφωσης μιας επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής. Δεν έχω σκοπό να καταδικάσω «όλα τα κόμματα απ’ όπου κι αν προέρχονται», παρά μόνο να τονίσω ότι το κόμμα που φροντίζει για τα συμφέροντα του λαού είναι ένα κόμμα που απαρτίζεται από τον λαό και όπου ο λαός έχει την εξουσία για την λήψη  αποφάσεων. Οι λογικές της ανάθεσης και της αναμονής από άλλους να προσφέρουν έτοιμες λύσεις ως άλλος Προμηθέας απλά ανακυκλώνουν ένα πολιτικό σύστημα και μια πολιτική λογική, η οποία έχει οδηγήσει στην σημερινή κατάσταση.


Αγωνιστικά δίπλα σας,

Χάρι Χάλερ